καλαισθητικός

καλαισθητικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία* («καλαισθητική κρίση»)
2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαίσθητος («καλαισθητική διακόσμηση»)
3. το θηλ. ως ουσ. η καλαισθητική
η φιλοσοφική εποπτεία τού καλού, δηλ. τού ωραίου στην τέχνη, αλλ. αισθητική, καλολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σοφοκλή Κωνστ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλαισθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία: Αυτό αποτελεί καλαισθητική κρίση. 2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία: Η διακόσμηση της αίθουσας ήταν καλαισθητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαίσθητος — η, ο 1. αυτός που έχει την αίσθηση τού ωραίου, φιλόκαλος, εκλεπτυσμένος, που έχει γούστο («καλαίσθητος άνθρωπος») 2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαισθητικός («καλαίσθητη διακόσμηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)* + αισθητός (< αισθάνομαι). Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”